- δικτυούχος
- ο (Α δικτυοῡχος)νεοελλ.1. γερό συρμάτινο σχοινί που συγκρατούσε το αντιτορπιλλικό δίχτυ2. γένος φυκομυκήτωναρχ.μονομάχος που αγωνιζόταν με δίκτυ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek